Tuesday, January 02, 2007

Κηδεία σε ένα χωριό της επαρχίας Σφακίων

Έφυγα ακολουθώντας τα μανισμένα μπλε οχήματα και σκεπτόμενος πως τίποτα καλό δεν προμηνύει η παρουσία τους σε αυτόν φαγωμένο επαρχιακό δρόμο. Όταν έφτασα στο πρώτο χωριό της επαρχείας βρήκα το γέρο βενζινά περίλυπο να στέκει όρθιος δίπλα στις αντλίες του. Νομίζει ότι έχω έρθει στα Σφακία για να καταγράψω την τοπική ‘’παράδοση’’ και έτσι οργισμένα μου λέει ‘’ τι έθιμα και σκατά…. δε βλέπεις τι γίνεται.. σήμερα σκότωσαν έναν άξιο άνθρωπο στο πέρα χωριό’’. Λίγα μέτρα πιο κάτω συνάντησα κάποιες άλλες χωριανές, μάνα και κόρη. Ταραγμένες με ρώτησαν πως βλέπω ‘’αυτά που γίνονται στην επαρχεία μας’’. Στον σύντομο διάλογο, που βρήκε εμένα να στέκομαι όρθιος και εκείνες να κάθονται μέσα στο αυτοκίνητο, κυριάρχησαν οι αναρωτήσεις του γιατί ‘’γίνονται τέτοια φονικά ακόμα’ ’ που τις διαδέχονταν σιωπές και βλέμματα στο τιμόνι του αυτοκινήτου. Σε αυτό το πρώτο χωρίο παρόλο που απέχει 50 λεπτά οδήγησης από την έδρα του φόνου, ήταν όλοι ανάστατοι. Στο καφενείο σιγανές συζητήσεις και λίγες εικασίες. ‘’Είχαν κόντρα για χρόνια’’, ‘’είχε το θύμα τρία παιδιά’’ ο σκοτωμένος έκανε καλές παρέες’’, ‘’παραδόθηκε άκουσα’’ ‘’ζωή σε μας’’. Παράλληλα όλοι γυρίζουν τα κανάλια για να δουν αν το κεντρικό σύστημα αναπαράστασης θα κάνει χώρο για τον θάνατο των Σφακίων. Θέλουν αλλά και δεν θέλουν να παρουσιαστεί το γεγονός. Ανησυχούν μήπως τους παρουσιάσουν πάλι σαν τους άγριους της Ελλάδας, που ζουν σε μία πρωτόγονη παρελθοντικότητα κυριαρχούμενη από βεντέτες και μαύρα πουκάμισα. Διανυκτερεύω στο χωρίο και κανονίζω να πάω στην κηδεία με κάποιον ντόπιο φίλο την επομένη. Με προειδοποιούν όλοι να μην πάρω κανένα μέσο καταγραφής και ιδίως την κάμερα μαζί μου στην κηδεία.

Επόμενη μέρα. Κρύο συννεφιασμένο μεσημέρι. Μπαίνω στο αυτοκίνητο του Μάκη και αρχίζουμε την διαδρομή για τον τόπο που έσμιξαν για τελευταία φορά ο θύτης και το θύμα. Διασχίζοντας την γκρίζα πέτρα με τα σκούρα κυπαρίσσια, τον ακούω να μου λέει ότι στα Σφακιά οι άνθρωποι είναι διαφορετικοί, ‘’συνέχεια θάνατος, συνέχεια τα μαύρα.. έχουμε άλλη νοοτροπία από οπουδήποτε αλλού’’. Το λέει με μείγμα περηφάνιας και λύπης που καταδεικνύει το μόνο στοιχειό για το οποίο είμαι σίγουρος στην μέχρι τώρα έρευνα μου, την ανθρώπινη αμφιθυμία. Καθώς μπαίνουμε στο χωριό-προορισμό φυσά δυνατός άνεμος ο οποίος κουνά τις ταμπέλες των μαγαζιών που διάγουν διπλή ζωή, μία κατά την τουριστική περίοδο και μία τώρα που στέκουν σαν φαντάσματα. Ερημιά. Τα ίχνη της ανθρώπινης παρουσίας διάσπαρτα στο χώρο. Στην άκρη του δρόμου ένα παρατημένο παιδικό ποδήλατο, σκουριασμένα σίδερα που ξεκοιλιάζουν τις οροφές νεόκτιστων σπιτιών- η ελπίδα ότι η οικογένεια θα συνεχίσει να επεκτείνεται στο χώρο και το χρόνο πάνω στα ίδια θεμέλια. Ένα πέτρινο αυτοσχέδιο μνημείο έξω από μία αυλή, μουσείο της απώλειας, μουσείο η απώλεια. Στον ορίζοντα στέκονται μεγαλόπρεπα τα Λευκά Όρη. Διακρίνονται μόνο οι ρίζες τους καθώς μαύρα σύννεφα καλύπτουν το μεγαλύτερο όγκο τους. Μυρωδιά βρεγμένου χώματος και ψύχρα.

Φτάνουμε στην πλατεία που είναι κατειλημμένη από αυτοκίνητα. Αστυνομικά οχήματα παρκαρισμένα και πολλοί ένστολοι περιφέρονται. Νέα παιδιά, οι περισσότεροι, βρέθηκαν εκεί από τύχη κάποιας μετάθεσης. Στα μάτια τους διακρίνεται η πλήρης άγνοια και απειρία. Τα ‘’φανταχτερά’’ τους όπλα επιδιώκουν να αντισταθμήσουν την κατά τα άλλα περιδεή εμφάνιση τους. Παρκάρουμε και βαδίζουμε προς το σπίτι. Ο στενός ασφάλτινος δρόμος πλαισιώνεται από ένα σταχτύ ελαιώνα που στη βάση του στολίζεται από αναρίθμητες πέτρες. Σταδιακά συναντούμε ανθρώπους να στέκονται όρθιοι και σιωπηλοί σε μικρές παρέες. Η ανθρώπινη παρουσία πυκνώνει όσο πλησιάζουμε το σπίτι. Σταματούμε και ο Μάκης μου εξηγεί ψιθυριστά ότι ‘’έτσι είναι το έθιμο’’, οι άντρες να περιμένουν έξω από το σπίτι του νεκρού και οι γυναίκες καθώς και οι στενοί άντρες συγγενείς να τον κλαίνε μέσα. Το ηχοτόπιο είναι στοιχειωτικό. Απόλυτη σιωπή παρά το ότι είναι δεκάδες άνθρωποι τριγύρω. Η ησυχία σπάει κατά διαστήματα από τους ήχους των κουδουνιών των προβάτων, τα σποραδικά γαβγίσματα των σκύλων και τις σπαραξικάρδιες φωνές που ακούγονται μέσα από το σπίτι. Κατά τόπους ακούγονται ψίθυροι ή ο ήχος από το τσακμάκι του αναπτήρα. Πρώτη φορά βλέπω τόσους ανθρώπους μαζεμένους να παράγουν τόσο λίγο θόρυβο. Σιγά σιγά καταφθάνουν παρέες μαυροφορεμένων αντρών που συναντούν τα βλέμματα τους με άλλους γνωστούς τους και γνέφουν σιωπηλούς χαιρετισμούς. Ο Μάκης μου εξηγεί πως ο νεκρός έκανε καλές παρέες σε όλο τον νομό και γι αυτό υπάρχει τόση προσέλευση. Στην πέτρινη πεζούλα που βρίσκεται πίσω μας παρατηρώ έναν νέο άντρα με μακριά γενειάδα. Καθιστός και σκυμμένος κοιτάζει το άφιλτρο τσιγάρο του που κρέμεται από τα δάχτυλα ενώ τα δάκρυα του πέφτουν ακατάπαυστα πάνω στο χέρι του. Αν εξαιρέσει κανείς το χρώμα της γενειάδας μοιάζει πολύ με έναν γέροντα λίγα μέτρα πιο πέρα. Είναι πατέρας και γιός έμαθα αργότερα, συγγενείς του νεκρού που δεν είχαν σβήσει ακόμα το προηγούμενο πένθος και γι αυτό και είχαν τόσο μακριά γένια. Πιάνω τον εαυτό μου να σκέφτεται ότι είναι αδύνατο να κλαίει κανείς τόσο πολύ χωρίς καμία σύσπαση στο πρόσωπο ενώ προσπαθώ να φανταστώ την αίσθηση του ζεστού δακρύου που πέφτει πάνω στο νικοτινιασμένο δάχτυλο. Επανέρχομαι, από την προσφορά κάποιων συγγενών του νεκρού που μου προτείνουν σε δίσκο να πάρω κόκκινο κρασί, γλυκά παξιμάδια και γραβιέρα. Αρνούμαι όπως και οι περισσότεροι από τους συμμετέχοντες ακροβατώντας μεταξύ της προσβολής που ενέχει η άρνηση και την πεποίθηση ότι τώρα δεν είναι ώρα για τροφή. Άλλωστε υπάρχει και η σκέψη ότι η τροφή μίας κηδείας φέρει την κακοδαιμονία του θανάτου μαζί της.

Κάποια στιγμή βγαίνει από το σπίτι η νεκρική πομπή. Συγγενείς, φέρετρο, παπάδες. Η παρουσία της κινητοποιεί όλους όσους έστεκαν να ξεκινήσουν ένα αργόσυρτο βάδισμα. Στο δρόμο προς το νεκροταφείο ο ελαιώνας πυκνώνει ενώ πέφτουν και οι πρώτες ψιχάλες. Πλάι από το νοσηρό λευκό φύλλωμα του στεφανιού που μου έδωσε ο νεκροθάφτης να κρατώ, διακρίνω το μπαρμπα-Γιάννη, υπέργηρο βοσκό του χωριού και θείο του νεκρού. Στέκεται ψηλότερα από την πομπή σε ένα πεζούλι και δέχεται ασπασμούς από ανθρώπους της πομπής. Ο μπάρμπα-Γιάννης έχει χρησιμοποιηθεί σε πολλά τουριστικά έντυπα, όπου αναδεινύεται ως αρχέτυπο του μειλίχιου Σφακιανού γέροντα που φέρει στο σώμα εγγεγραμμένη την παράδοση για την οποία διψά το αστικό κοινό. Τώρα κλαίει σαν παιδί και με ψιλή φωνή εκφράζει απόγνωση για το θάνατου του ανιψιού του. Στον περίβολο του νεκροταφείου επαναλαμβάνεται το ίδιο μοτίβο με πριν. Στενοί συγγενείς, γυναίκες και ιερείς στριμώχνονται στο πέτρινο εκκλησάκι ενώ οι άντρες παίρνουν όρθια θέση διάσπαρτοι στο χώρο. Μοιράζονται λευκά κεριά και κουφέτα. Κάποτε βγαίνει από την εκκλησία η πομπή και ξεκινά την σύντομη πορεία της για το τελικό της προορισμό, το χώμα. Την στιγμή που εναποτίθεται ο φέρετρο στην σχισμή του νεκροταφείου πυκνώνουν οι αναστεναγμοί και οι φωνές ενώ παράλληλα αρχίζουν να πέφτουν χοντρές σταγόνες βροχής. Οι εναγκαλισμοί και οι κουβέντες παρηγοριάς βρέχονται τώρα από το ψυχρό νερό που κατεβαίνει απλόχερα από ψηλά. Με κάπως κωμικό τρόπο η βροχή κινητοποιεί τους παρευρισκομένους να αναζητήσουν καταφύγιο ενώ επιτείνει την έξοδο τους προς τα παρκαρισμένα αυτοκίνητα. Στον δρόμο που διέβησαν πρωτύτερα όλοι με αργή επισημότητα, εκτυλίσσεται η τελευταία πράξη της κηδείας που περιλαμβάνει τρέξιμο μακριά από την εστία του θανάτου, με την αιτιολογία μιας βροχής. Κυνηγώντας το Μάκη περνώ έξω από το σπίτι του νεκρού όπου ακούω και πάλι θρήνους και κλάματα. Φαίνεται πως το τελετουργικό της κηδείας δεν απάλυνε καθόλου τους ζωντανούς. Μέσα από τα τζάμια του αυτοκινήτου πια, ανοίγεται μπροστά μας, απρόσμενα φωτεινό το Λιβυκό πέλαγος. Ακτίνες χλωμού φωτός το χτυπούν σε διάσπαρτα σημεία ενώ έμας, λίγα μίλια πιο βόρεια, καλύπτουν μαύρα σύννεφα και πυκνή βροχή. Μερικές κατσίκες έχουν βρει καταφύγιο κάτω από τα πορτοκαλί βράχια και μου προκαλούν γέλιο. Καθώς έχουμε αρχίσει την κάθοδο, γυρίζω το κεφάλι πίσω και κοιτώ τα Λευκά Όρη. Τώρα τα σύννεφα έχουν καλύψει μεγαλύτερο κομμάτι των ριζών τους αλλά αφήνουν να φανούν κομμάτια από τον ψηλότερο όγκο τους. Καθ’όλη την διάρκεια του δράματος παρέμειναν αμετακίνητα έτσι όπως τα πρωτοείδα. Τα πέτρινα γκρεμνά του αφουγκράστηκαν για άλλη μια φορά τους ήχους του ανθρώπινου πόνου και έγιναν και μάρτυρες της σύγκρουσης και του θάνατου. Στην αέναη κίνηση της κοινωνίας προς την παραγωγή, την καταστροφή και την αυτοκαταστροφή, οι βραχώδεις Μαδάρες παραμένουν σταθερό σημείο αναφοράς που δεν αλλάζει. Φεύγοντας από την κηδεία αυτό μου φάνηκε παρηγορητικό.


Κωστής Καλαντζής

4 comments:

Eirini said...

Poli empnefsmeni perigrafi mias epodinis ethnografikis empeirias. Emeina na anarotiemai omos amesos meta, pou eisai esi se ola afta? Kapou endiamesa, metaksi tis parousias sou kai tis apousias sou, tis empolokis sou kai tis apemplokis sou, mou emeine ena erotimatiko...os pros tin keimeniki anaparastasi kai os pros tin idia tin empeiria.

Eirini

Chaca-Khan said...

Πάρα πολύ ωραίο κείμενο.. Συγχαρητήρια!!

Anonymous said...

Περιγράφεις την κηδεία του Ηλία...Δεν ξέρω μήπως έχεις ξεχάσει τα περιστατικά,δεν ξέρω αν κάποιος σου τα διηγήθηκε,δεν ξέρω αν ήσουν εκεί αλλά απών ουσιαστικά.Για να περιγράψει κάποιος τον θάνατο ενός παλληκαριού στα Σφακιά και μάλιστα όταν πρόκειται για δολοφονία,και τον αποχαιρετισμό των δικών του ανθρωπων,πρέπει να ξέρει καλά τον τόπο ή αν είναι επισκέπτης να έχει τεντωμένες τις κεραίες του έτσι ώστε να αντιλαμβάνεται όλο το τελετουργικό...Δεν διάβασα τίποτα για τον θρήνο των γυναικών που έσκιζε τον αέρα,τρυπούσε τα αυτιά...για το αυτοσχέδιο του μοιρολογιού που απορείς πως εμπνέονται ...για τις κατάρες κατά του φονιά και της οικογένειες του..η πεισματική άρνηση της αδελφής να μην φύγει από τον τάφο...Το "τσεμπέρι" που σκέπαζε βαθειά τα πρόσωπα των πιο μεγάλων σε ηλικία γυναικών..Το κλάμα κι ο οδυρμός της ίδιας της φύσης...
Η κηδεία νέων παλληκαριών,είναι το ίδιο έντονη με τους γάμους που γίνονται...Έχω την "τύχη"να βιώσω και την μια περίπτωση και την άλλη...
Να σου πώ τέλος ότι δεν σου δίνουν "τροφή"και κρασί στην κηδεία,δεν σε κερνούν επειδή ίσως είσαι κουρασμένος και νηστικός..Αυτό που προσφέρουν είναι η λεγόμενη "μακαρία",σε καμία περίπτωση δεν θεωρείται κακοδαιμονία αν το πάρεις ,αντίθετα είναι αφ'ενός για να ευχηθείς να συχωρεθεί για τις αμαρτίες του ο νεκρός και αφ'ετέρου σημαίνει την αντευχή των συγγενών για δική σου ευδαιμονία.Είναι μάλλον προσβολή να μην το πάρεις κι ας μην το φας,αρκεί μην το πετάξεις και σε δούν..
Συγνώμη για την δική μου παρέμβαση,είναι καλοπροαίρετη,φορτίστηκα συναισθηματικά διαβάζοντας τυχαία το θέμα σου,γιατί γνώριζα τον Ηλία κι ήμουν εκεί.Την Κυριακή που πέρασε ξέρω ότι ήταν και το τρίμηνο μνημόσυνο...
Ο Ηλίας ήταν ένας ξεχωριστός Κρητικός,γνήσιος,αληθινός...χαρακτήρας δωρικός και όψη επίσης..γι αυτό δεν άντεξε την πόλη κι επέστρεψε στις Σφακιανές Μαδάρες όπου γεννήθηκε....
Αν ξαναβρεθείς στην περιοχή,εύχομαι για κάτι ευχάριστο, αφουγκράσου με μεγαλύτερη προσοχή κάθε ήχο,κάθε θόρυβο,κάθε ανάσα...
Καλησπέρα :-)
-ayra-

Anonymous said...

Αγαπητέ (ανώνυμε;)

σχολιαστή (ή σχολιάστρια).


Ευχαριστώ καταρχάς για τον χρόνο που έδωσες στην ανάγνωση του κειμένου αλλά και τα σχόλια σου.


Αλλά ας προσπαθήσω να απευθυνθώ στην κριτική που ασκείς.


Όπως ξεκαθάρισα στο ίδιο το κείμενο, δεν στόχευα σε μία καθολική ανάλυση όλων όσων συνέβαιναν στην διάρκεια της κηδείας και του θρήνου ούτε και να προχωρήσω σε διδακτικές επεξηγήσεις του τύπου ''οι προσφορές ονομάζονται έτσι''.κλπ. Αντίθετα, στόχευα εξαρχής να αποδώσω την δική μου αποκλειστικά εμπειρία η οποία διαμορφώθηκε απο την οπτική μου γωνία στο χώρο, την ηλικία, το φύλο μου, το με ποιον είχα έρθει στην κηδεία

κλπ.


Ειναι δε προφανές ότι κάθε ματιά επικεντρώνεται σε συγκεκριμένους ''τόπους'' και σημεία και είναι τουλάχιστον αφελές να πιστέυει κανέις ότι η προσωπική πρόσληψη μπορεί να περιέχει τα πάντα ή να ικανοποιήσει όλες τις άλλες ματιές και προσδοκίες όσων βίωσαν ένα συμβάν.


Θα μπορούσα εύκολα να είχα κρυφτεί πίσω απο την ανθρωπολογική μου ιδιότητα και να επέβαλλα μια μη ουσιαστική (για τους στόχους που έιχα) ανάλυση του τι σήμαίνει η προσφορά τροφής και κρασιού στην κηδεία. Δεν το έκανα καθώς ήθελα να αναπαραστήσω μια ματιά ενός επισκέπτη που κατακλυζόταν

απο ερεθίσματα και δεν επεξεργαζόταν την εμπειρία του

ανακαλλώντας την υπάρχουσα

βιβλιογραφία.


Απο τις δικές σου παρατηρήσεις είναι προφανές ότι ενδιαφέρεσαι για την γυναικεία οπτική γωνία και εμπειρία κάτι που αντανακλά τις δικές σου προτεραιότητες αλλά και το που ενδεχομένως βρισκόσουν εσύ την ώρα του δράματος. Αν έγραφες εσύ ένα κείμενο για την κηδεία με επίκεντρο τον γυναικείο θρήνο θα μπορούσε ένας μαθευόμενος ιερέας (που παρευρισκίοταν επίσης στο χώρο) να σε κατηγορήσει ότι

δεν είπες τίποτα για τον ρόλο των εκκλησιαστικών προσώπων στην κηδεία. Απο την άλλη ένας μαθητευόμενος μπάτσος θα σε κατηγορούσε οτι δεν μετεφέρες την εμπειρία των ενόπλων φρουρών και ούτω καθεξής. 'Ενα άλλο στοιχείο που διακρίνει κανείς στην κριτική (καθώς αμφιβάλλεις οτι βρισκόμουν στον τόπο) σου είναι κάτι που συναντάται συχνά στην εθνογραφία, όπου άνθρωποι με άμεση εμπλοκή με τον τόπο και τους ντόπιους που περιγράφονται στο ανθρωπολογικό κείμενο αντιδρούν, αρνούμενοι στον ''ξένο'' το δικαίωμα να εκφέρει την δική του άποψη για τον δικό τους κόσμο. Σε επίπεδο παγκόσμιας ιεραρχίας οι ντόπιοι είναι φυσικά σε περισσότερο βουβή θέση απο έναν εθνογράφο και έτσι η αντίδραση αυτή δικαιολογείται. Στο περιβάλλον όμως του blog νομίζω ότι μπορεί οποιοσδήποτε να εκφέρει την θέση του.


Δεν είμαι περαστικός, ζω στην περιοχή (σε άλλο ωστόσο ορεινό χωριό) 10 μήνες και τολμώ να πω ότι αφουγκράζομαι τις ζωές και εμπειρίες πολλών σύγχρονων Σφακιανών. Στο εν λόγω κείμενο δεν προσπάθησα να αναπαραστήσω αυτές αλλά μια εκδοχή της δικής μου ματιάς. Ο τρόπος με τον οποίον όλες οι βιωμένες ρευστότητες καταλήγουν να γίνουν δομημένο κείμενο σε μία μελέτη είναι η μεγάλη πρόκληση και αδυναμία της ανθρωπολογίας. είναι πάντως σίγουρο ότι δεν θα είναι ποτέ όλες οι εμπειρίες ίσότιμα αναπαραστημένες.


Ώρα καλή


Κωστής